μοιραστής

μοιραστής
ο, θηλ. μοιράστρ(ι)α, αρσ. πληθ. μοιραστάδες (Μ μοιραστής) [μοιράζω]
νεοελλ.
αυτός που αναλαμβάνει να μοιράσει, να διανείμει κάτι
μσν.
διαιρέτης, παρονομαστής κλάσματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μοιραστής — ο αυτός που μοιράζει, ο διανομέας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δατητής — δατητής, ο (Α) ο διανεμητής, ο μοιραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δατη τού δατέομαι*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”